- ολοσέλιδος
- tam sayfa
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ολοσέλιδος — η, ο (για γραπτό κείμενο ή γραφ. παράσταση) αυτός που εκτείνεται σε μία ολόκληρη σελίδα («ολοσέλιδο αφιέρωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Σ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek